Η Δραματοθεραπεία είναι μια μέθοδος ψυχοθεραπείας που αξιοποιεί την δυναμική του θεάτρου και της μεταφοράς που εμπεριέχουν οι τέχνες με στόχο την αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών προβλημάτων και την αυτογνωσία των θεραπευόμενων.  Οι τεχνικές της  αφορούν τον θεατρικό αυτοσχεδιασμό, την αφήγηση, την δραματοποίηση ιστοριών, τα παιχνίδια ρόλων, την ζωγραφική, το τραγούδι, την κατασκευή μάσκας, τον χορό και την εκφραστική κίνηση.

Γίνεται σε ατομικό και σε ομαδικό επίπεδο.

Οι στόχοι της ομαδικής θεραπείας είναι η εκμάθηση και η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέλη, η διερεύνηση αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων, η καλλιέργεια των κοινωνικών δεξιοτήτων και η ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας και αυτοέκφρασης.

Η Δραματοθεραπεία εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το 1980 σε νοσοκομεία, ιδιωτικές κλινικές, κέντρα απεξάρτησης, ιδρύματα και σχολεία.

Η λέξη Δραματοθεραπεία είναι η σύνθεση δύο λέξεων, του δράματος και της θεραπείας. Το λήμμα δράμα με ρίζα το ρήμα δράω, δρώ υποδηλώνει ότι αφορά μια ενεργητική μέθοδο θεραπείας που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως σύνολο και βασίζεται όχι μόνο στον λόγο αλλά και στα εξωλεκτικά στοιχεία της επικοινωνίας και της σωματικής έκφρασης. Το σώμα   παίζει ιδιαίτερο και πρωταρχικό ρόλο καθώς είναι φορέας μνήμης, εμπειριών και ασυνείδητων αναγκών του συμμετέχοντα. Μέσα από το θεατρικό παιχνίδι και την δημιουργικότητα δίνεται η ευκαιρία κάποιος να εξερευνήσει τους ρόλους που παίζει στην καθημερινότητα, επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφορών και καταπιεσμένα συναισθήματα.

Από την αρχαιότητα ήδη, ο θεραπευτικός χώρος του Ασκληπιείου βρισκόταν δίπλα στο θέατρο της Επιδαύρου. Τόσο η συμμετοχή σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας όσο και η θέαση της θεωρείτο εκπαιδευτική και θεραπευτική καθώς η τελική της έκβαση οδηγούσε στην κάθαρση των συναισθημάτων και στην κατανόηση μεγάλων πανανθρώπινων εννοιών που μεταφέρονταν μέσα από τους μύθους.

Η Δρ. Sue Jennings, πρωτοπόρος της Δραματοθεραπείας στην Ευρώπη  αναφέρει στο τελευταίο της βιβλίο «Ο μίτος της Αριάδνης» (1998) ότι η δραματουργική διεργασία του ανθρώπου ξεκινά από την περίοδο που βρίσκεται στην μήτρα της μητέρας του και ολοκληρώνεται στην ηλικία των 7 ετών. Η συγγραφέας εισάγει το αναπτυξιακό μοντέλο του δράματος και το χωρίζει σε τρία μέρη, την Ενσωμάτωση,την Προβολή και τον Ρόλο (ΕΠΡ) που  αποτελουν  μια από τις βασικές μεθόδους στην εφαρμοσμένη δραματοθεραπεία.

Μέσα στον ασφαλή χώρο της θεραπείας, κατά την διάρκεια μιας συνεδρίας,  όπου έχει εδραιωθεί η εμπιστοσύνη, η εχεμύθεια και η συνοχή ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, ο μετέχων μπορεί ελεύθερα να εξερευνήσει τα προσωπικά του όρια μέσω της εκφραστικής κίνησης, την σύνδεση και την αλληλεπίδραση που έχει με τα άλλα μέλη της ομάδας χρησιμοποιοντας  ένα ή και περισσότερα αντικείμενα της επιλογής του.  Σε αυτά και με αυτά δύναται να προβάλλει με συμβολικό τρόπο συναισθήματα, μνήμες ή ακόμη και κάποιο όνειρο. Αυτά αποτελούν ερεθίσματα για την κατασκευή μιας φανταστικής ιστορίας από το σύνολο της ομάδας. Ακολουθεί η δραματοποίηση της ιστορίας αυτής, απ’όπου αναδύονται διάφοροι ρόλοι οι οποίοι μοιράζονται στα μέλη της ομάδας και  καθένας/καθεμία τον υποδύεται με όποιον τρόπο θέλει χωρίς καμία παρέμβαση ή επιβολή από τα άλλα μέλη ή τον εισηγητή της ομάδας. Ο τελικός αναστοχασμός και η συζήτηση που γίνεται μετά την αποστασιοποίηση από τα πεπραγμένα και την απέκδυση των ρόλων, φέρνει νέες επιγνώσεις και αλλαγές στους θεραπευόμενους.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό δραματοθεραπευτή Robert Landy, ο ρόλος είναι «το περιέχον όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα που έχουμε για τον εαυτό μας και τους άλλους, μέσα στον κοινωνικό και τον φαντασιακό μας κόσμο». Η λέξη ρόλος είναι ενα δάνειο από το θέατρο για να περιγράψει έναν σκηνικό τύπο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.  Στην ψυχολογία, χρησιμοποιούμε αυτή την μεταφορά προκειμένου να μιλήσουμε για ένα φάσμα εμπειριών που βιώνει ο άνθρωπος καθημερινά μέσω του σώματος και των αισθήσεων του, της λογικής και του συναισθήματος, των διαισθήσεων και του πνεύματος. (Κρασανάκης, 2004)

Ο στόχος μιας δραματοθεραπευτικής ομάδας δεν αφορά στην αισθητική έκβαση μιας παράστασης  και γι’ αυτό δεν χρειάζεται καμία προηγούμενη εμπειρία από τους συμμετέχοντες στην ομάδα σε καμία μορφή τέχνης. Το σημαντικό είναι η δέσμευση και η διαθεσιμότητα, το κίνητρο για αλλαγή, για συνύπαρξη και για ουσιαστική επικοινωνία.

 

Βιβλιογραφία

Jennings S., «Εισαγωγή στην Δραματοθεραπεια, Θεραπευτικό Θέατρο, Ο Μίτος της Αριάδνης», Εκδόσεις Σαββάλας, 2005

 Μαργαρίτη-Τζωρτζάκη Αλ., Κιλίμη Γ., Κρασανάκης Σ., Δρίτσας Θ.,

«Η τέχνη ως μέσον θεραπευτικής αγωγής», Εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 2004

Ιωάννα Βλάχου

Δραματοθεραπευτρια- Εικαστική εκφραστική θεραπεύτρια